- νίψασθαι
- νί̱ψασθαι , νίφωaor inf midνίζωwash the handsaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъмыти — ОТЪМЫ|ТИ (12), Ю, ѤТЬ гл. 1.Умыть: ц(с)рь повелѣ имъ ѿмыти лица сво˫а и ѥст(с)во ѡбоихъ ѹвѣде (νίψασϑαι) ГА XIV1, 94б. 2. Смыть. Образн.: тѣмь же подобаѥть ны братиѥ. пока˫аниѥмь ѡ‹т› себе всѧкѹ сквьрнѹ ѡ‹т›мывъше. ти тако к нѥмѹ пристѹпити. СбТр … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… … Dictionary of Greek
χέρνιψ — ιβος, ἡ, Α 1. το νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από το φαγητό (α. «χέρνιβα δ ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα... νίψασθαι», Ομ. Οδ. β. «τὸ δὲ κατὰ τῶν χειρῶν διδόμενον ὕδωρ χέρνιβα», Σχόλ. Ιλ.) 2. ιερό νερό για να πλένουν τα χέρια πριν από… … Dictionary of Greek